ανακρεμώ

ανακρεμώ
(α) (αόρ. ανακρέμασα) обл
1) снова подвешивать; 2) подвешивать высоко; 3) подвешивать вниз головой; 4) мор. подвешивать (лодки по бокам судна); 5) ирон. нацепить украшения;

§ ανακρεμα ο καιρός — погода хмурится


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ανακρεμώ" в других словарях:

  • ανακρεμώ — και ανακρεμνώ και ανακρεμάζω ασα, άστηκα, ασμένος 1. σηκώνω και κρεμώ κάτι ψηλά: Τα σύννεφα είχαν ανακρεμαστεί πάνω και γύρω τους. 2. (για τον καιρό), κλίνω στη βροχή: Από το πρωί σήμερα ο καιρός ανακρεμά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακρεμώ — ( άω) και άζω 1. κρεμώ εκ νέου, ξανακρεμώ 2. κρεμώ υψηλά, αναρτώ 3. κρεμώ ανάποδα 4. δένω προς το τέλος τής ύφανσης τα τελευταία άκρα τού στημονιού κατά μήκος μιας ράβδου που κρέμεται με σχοινί από το αντί* για να πλησιάσουν αυτά στα μιτάρια και… …   Dictionary of Greek

  • ανακρεμάζω — βλ. ανακρεμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεκρέμασα, αόρ. τού ανακρεμώ, που συνέπιπτε με τον αόρ. ρημάτων σέ άζω (πρβλ. ετοίμασα ετοιμάζω)] …   Dictionary of Greek

  • ανακρέμαση — η 1. κρέμασμα από ψηλά, ανάρτηση 2. η εκ νέου ανάρτηση, ξανακρέμασμα 3. η πρόσδεση τών τελευταίων άκρων τού στημονιού κατά το τέλος τής ύφανσης σε ραβδί που κρέμεται με σχοινί από το αντί* για να πλησιάσουν αυτά στα μιτάρια* 4. συγκέντρωση νεφών… …   Dictionary of Greek

  • ανακρέμασμα — το [ανακρεμώ] 1. κρέμασμα από ψηλά, ανάρτηση 2. απόκρημνος βράχος ή βυθός …   Dictionary of Greek

  • ανακρεμασιά — η [ανακρεμώ] απόκρημνος βυθός θάλασσας …   Dictionary of Greek

  • ανακρεμαστός — ή, ό [ανακρεμώ] 1. κρεμασμένος ψηλά, ψηλοκρεμαστός, κρεμαστός 2. το ουδ. ως ουσ. το ανακρεμαστό η ανακρεμασιά* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»